Η νύχτα αυτοσχεδιάζει στην εμπύρετη και παντοτινή της νηνεμία.
Και είν' ένα άνθος ήρεμο και χειμερινό, την πρώτη στιγμή σαλεύει,
να υπομένει και να αγγίξει το όνειρο που δένει.
Ξανά να επιστρέφει, σαν φάρος ν' αγναντεύει,
να υποφέρει και να σβήνει, στο όνειρο που φεύγει.
Και είν' ένα άνθος ήρεμο και χειμερινό, την πρώτη στιγμή σαλεύει,
να υπομένει και να αγγίξει το όνειρο που δένει.
Ξανά να επιστρέφει, σαν φάρος ν' αγναντεύει,
να υποφέρει και να σβήνει, στο όνειρο που φεύγει.