Αντίνοε...
Σε είδα...
Σε θαύμασα...
Επήρα τη φήμη σου...
Φόρεσα τα σανδάλια και
το χιτώνα σου...
Διάβηκα τις οδούς της
Ολυμπίας υπό αυλούς του Πάνα...
Χόρεψα με τις Ώρες και
τις Χάριτες...
Ήπια οίνο άκρατο απο
την κούπα του πάθους...
Εκστασιάστηκα με τον
Βάκχο και τον Σειληνό...
Αντίνοε...
Έσφιξα την δάδα με την
εμορφιά...
Βίωσα την ολότητα του
νέου...
Ανεφώνησα
το τραγικό προτού επέλθει...
Πρόλαβα να περισώσω το
αέναο και μοιραίο σφρίγος...
Διένυσα περήφανα την
οδό της τόλμης και της
ρώμης...
Κράτησα τη νιότη και
το κάλλος...Το κράτησα...
Όμως η εμορφιά σου
στέκει ακλόνητη σαν του Νείλου...
Ιριδίζει στα νερά του
και ταξιδεύει σαν εύοσμη βιόλα...
Δέκα και οκτώ
έτη...Έγκλειστα στο μάρμαρο της αλήθειας...
Του χρόνου που ξαπόστασε
σε μία στιγμή αποθέωσης...
Της ίδιας της θέωσης
και της απόδειξης...
Αντίνοε...
Όλα τα κράτησα·
σαν τα δικά σου...
Όμως η ολότητά σου,
είναι άνθος που ουδέποτε λύγισε...
Δεν εγκλωβίζεται η
νιότη...
Στιγμή είναι που
χάνεται...
Μα τη στιγμή που
βασιλεύει...
Όλα σιωπούν για να την θαυμάσουν...
Ωραίον...